- φαυστήρ
- -ῆρος, ὁ, Α1. λάμπα ή κηροπήγιο2. πιθ. μεγάλο παράθυρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαF- (< ΙΕ ρίζα bhә2-w- «λάμπω, φωτίζω» [βλ. λ. φως]) + κατάλ. -τήρ (βλ. -τήρας). Ο τ. εμφανίζει υστερογενές -σ- (πρβλ. ἡμί-φαυ-σ-τος)].
Dictionary of Greek. 2013.