φαυστήρ

φαυστήρ
-ῆρος, ὁ, Α
1. λάμπα ή κηροπήγιο
2. πιθ. μεγάλο παράθυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαF- (< ΙΕ ρίζα bhә2-w- «λάμπω, φωτίζω» [βλ. λ. φως]) + κατάλ. -τήρ (βλ. -τήρας). Ο τ. εμφανίζει υστερογενές -σ- (πρβλ. ἡμί-φαυ-σ-τος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φαυστήριος — ὁ, ΜΑ [φαυστήρ] προσωνυμία τού Διονύσου εξαιτίας τών δαυλών τους οποίους χρησιμοποιούσαν στα ὁργιά του …   Dictionary of Greek

  • φωστήρας — ο / φωστήρ, ῆρος, ΝΜΑ νεοελλ. μτφ. έξυπνος, τετραπέρατος νεοελλ. μσν. μτφ. πολυμαθής μσν. αρχ. μτφ. βασιλιάς («ὁ φωστήρ τῆς οἰκουμένης», Άνν. Κομν.) αρχ. 1. αυτός που φωτίζει 2. λαμπρότητα, ακτινοβολία 3. μτφ. θύρα ή παράθυρο από όπου μπαίνει φως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”